Η περίοδος της εγκυμοσύνης αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν είναι μόνο τα έντονα συναισθήματα από την αναμονή του ευτυχούς γεγονότος, αλλά και οι αλλαγές που συμβαίνουν στον οργανισμό της εγκύου, ξεκινώντας από σημαντικές αλλαγές στο ενδοκρινικό, το νεφρικό και το καρδιαγγειακό της σύστημα, ενώ παράλληλα σημαντικές μεταβολές συμβαίνουν  στο μυοσκελετικό της σύστημα και κυρίως στον αξονικό σκελετό. Οι ορμονολογικές αλλαγές που συνοδεύονται από την αύξηση του δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) μετατοπίζουν το κέντρο βάρους και κατά συνέπεια τα φορτία στον αξονικό σκελετό.

Μελέτες αναφέρουν πως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το επιπλέον φυσιολογικό βάρος κυμαίνεται από 11 εως 16 κιλά, με τα μισά από αυτά να συγκεντρώνονται στην περιοχή της κοιλιάς. Μπορεί εύκολα λοιπόν να συμπεράνει κανείς ότι με την αλλαγή του κέντρου βάρους, αλλάζει και η στάση του σώματος. Το αποτέλεσμα μπορεί να εμφανίζεται ως συμπτωματολογία τύπου χαμηλής οσφυαλγίας (LBP), που αποτελεί και το πιο συχνό μυοσκελετικό πρόβλημα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς και την εμφάνιση πόνου στην περιοχή της λεκάνης (άλγος στον πυελικό δακτύλιο – PGP).

Η χαμηλή οσφυαλγία κυήσεως συνήθως εμφανίζεται στο πρώτο τρίμηνο και κατά μέσο όρο στην 22η εβδομάδα κύησης. Το 50% των γυναικών που εμφάνισαν χαμηλή οσφυαλγία κυήσεως θα συνεχίσουν να εμφανίζουν συμπτώματολογία μέχρι και ένα έτος μετά τη γέννα και το 20% αυτών μέχρι και τρία χρόνια μετά τη γέννα. Στη διεθνή βιβλιογραφία η συχνότητα χαμηλής οσφυαλγίας κυήσεως κυμαίνεται μεταξύ 20-90%. Το άλγος πυελικού δακτυλίου, από την άλλη, συνήθως ξεκινάει στα τέλη του πρώτου τριμήνου και κορυφώνεται μεταξύ της 24ης και 36ης εβδομάδας, ενώ συνήθως υφίεται μόνο του μέσα στο πρώτο εξάμηνο μετά τη γέννα. Παρά τ΄αύτα 8%-10% των γυναικών θα συνεχίσουν να έχουν άλγος μέχρι 1-2 έτη μετά τη γέννα.

 

Αίτια

Η χαλαρότητα των αρθρώσεων αυξάνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ως αποτέλεσμα των αυξημένων επιπέδων ρηλαξίνης, προγεστερόνης και οιστρογόνων. Η ρηλαξίνη, μία ορμόνη που αυξάνεται στις αρχές της κύησης, κορυφώνεται στα τέλη του πρώτου τριμήνου και μετά μένει συνεχώς σε υψηλά επίπεδα μέχρι τη γέννα. Η χαλαρότητα των αρθρώσεων, είτε μέσω ασυμμετρίας στη χαλαρότητα των ιερολαγονίων αρθρώσεων, έιτε μέσω αυξημένης κινητικότητας στην ηβική σύμφυση αποτελεί κυριάρχο αίτιο της εμφάνισης χαμηλής οσφυαλγίας κυήσεως και του άλγους πυελικού δακτυλίου αντίστοιχα.

Καθώς η κυοφορούσα μήτρα αυξάνεται σε μέγεθος, διατείνει και αδυνατίζει τους μύες της κοιλιάς και με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί επιπλέον στρες στους μύες της οσφύος που προσπαθούν να αντισταθμίσουν την απώλεια του μυικού τόνου και δύναμης του κοιλιακού τοιχώματος. Ως αποτέλεσμα δημιουργείται αντιρροπιστική υπερλόρδωση που μεταφέρει το κέντρο βάρους του κορμού προς τα εμπρός και λόγω αυτής αυξάνεται η πρόσθια κλίση της λεκάνης και κατ΄επέκταση το φορτίο που κατανέμεται στους ιερολαγόνιους συνδέσμους. Όσο η εγκυμοσύνη προχωράει, οι ανωτέρω σύνδεσμοι χαλαρώνουν ακόμα περισσότερο, αυξάνοντας και άλλο την πρόσθια κλίση της λεκάνης και την υπερλόρδωση της οσφυικής μοίρας της Σ.Σ. που με τη σειρά τους αυξάνουν τα φορτία που ασκούνται στη λεκάνη και στο χαμηλό τμήμα της οσφύος. Παράλληλα η ύπαρξη ιστορικού χαμηλής οσφυαλγίας σε προηγούμενη κύηση αποτελεί έναν ισχυρό προγνωστικό δείκτη για την εμφάνιση χαμηλής οσφυαλγίας σε επόμενες κυήσεις με πιθανότητα 85%, ενώ για την εμφάνιση άλγους πυελικού δακτυλίου ισχυρός προγνωστικός δείκτης αποτελεί το ιστορικό πρότερου τραυματισμού ή παθολογίας στην πύελο.

Μια από τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις στη βιβλιογραφία ειναι οτι δεν αποδεικνύεται πως η χαμηλή οσφυαλγία κυήσεως σχετίζεται (θετικά) με το βάρος που μπορεί να πάρει η εγκυμονούσα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή το ύψος και το βάρος του εμβρύου. Επίσης δεν αποδεικνύεται θετική συσχέτιση μεταξύ της εμφάνισης άλγους πυελικού δακτυλίου και του βάρους, ύψους, ηλικίας ή του καπνίσματος της εγκυμονούσας. Για να μπορέσει να διαγνωστεί καλύτερα η αιτία της χαμηλής οσφυαλγίας κυήσεως και του άλγους του πυελικού δακτυλίου, χρειάζεται η λήψη λεπτομερούς ατομικού ιστορικού και η διενέργεια σωστής κλινικής εξέτασης.

Απεικόνιση

Αν τα συμπτώματα είναι πολύ έντονα ή συνδυάζονται με υπολειμματική νευρολογική συνδρομή, τότε μπορεί να επιβάλλεται η διενέργεια περαιτέρω απεικονιστικού ελέγχου, με τη μαγνητική τομογραφία να αποτελεί την εξέταση εκλογής σε αυτές τις περιπτώσεις, λόγω του ότι δεν έχει καθόλου ιονίζουσα ακτινοβολία.

Θεραπεία – Συντηρητική αντιμετώπιση της χαμηλής οσφυαλγίας κυήσεως και του άλγους πυελικού δακτυλίου

Στις υπάρχουσες μελέτες υποστηρίζεται η τάση ότι η άσκηση τόσο μέσα στο νερό όσο και έξω από αυτό μειώνει σημαντικά τον πόνο και τη δυσχέρεια της χαμηλής οσφυαλγίας κυήσεως, ειδικά όταν ακολουθείται συστηματικό πρόγραμμα διάρκειας από 8 έως 20 εβδομάδες. Παράλληλα συνιστάται η χρήση ειδικού μαξιλαριού κύησης για τη μείωση του νυχτερινού άλγους και η χρήση βελονισμού (dry needling) μετά την 26η εβδομάδα κύησης για τη μείωση του άλγους πυελικού δακτυλίου, χωρίς να υπερτερεί ο εν τω βάθει έναντι του επιπολής. Τέλος ο συνδυασμός κινησιοθεραπείας (manual therapy – οστεοπαθητική), ασκησιολογίου και εκπαίδευσης της εγκυμονούσας εμφανίζεται να είναι πολύ αποτελεσματικός στη μείωση των συμπτωμάτων στην οσφύ και την πύελο. Όσον αφορά τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αυτή μπορεί να συστηθεί από το θεράποντα, πάντα όμως λαμβάνοντας υπόψιν το στάδιο της κύησης, την ένταση των συμπτωμάτων και την κατηγοριοποίηση του FDA που χωρίζει τις φαρμακευτικές ουσίες σε 5 κατηγορίες.